Furochromone
Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:
φουροχρωμόνη — η, Ν χημ. τρικυκλική οργανική αρωματική ένωση, ισομερής προς τη φουροκουμαρίνη, παράγωγο τού φουρανίου, ο σκελετός τού μορίου τής οποίας ανευρίσκεται σε ορισμένες ουσίες φυσικής προέλευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek